αναξυω

αναξυω
    ἀναξύω
    ἀνα-ξύω
    1) скрести, скоблить, соскабливать
    

(τέν ἰλύν Plut.; ἥ ἀναξυομένη γῆ Arst.)

    2) обтесывать, полировать
    

(λίθος ἀναξυσθείς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναξυω" в других словарях:

  • αναξύω — (Α ἀναξύω) νεοελλ. ξύνω εκ νέου ή συνεχώς αρχ. 1. αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω, απαλείφω·. ξαναξύνω, ανανεώνω …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύομεν — προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up pres ind act 1st pl προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξύσῃ — ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj mid 2nd sg ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέξυον — ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 3rd pl ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύω — Α αποξέω επιπροσθέτως, εξαλείφω κάτι ακόμη με ξύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναξύω «αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύσομεν — προσαναξύ̱σομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up aor subj act 1st pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυομένης — ἀναξῡομένης , ἀναξύω scrape up pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυούσης — ἀναξῡούσης , ἀναξύω scrape up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυσθείσῃ — ἀναξῡσθείσῃ , ἀναξύω scrape up aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυσθέντος — ἀναξῡσθέντος , ἀναξύω scrape up aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»